ξεμπαρκάρω

ξεμπαρκάρω
1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + μπαρκάρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεμπαρκάρω — ξεμπαρκάρω, ξεμπάρκαρα και ξεμπαρκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμπαρκάρω — ξεμπάρκαρα και ξεμπαρκάρισα, ξεμπαρκαρίστηκα, ξεμπαρκαρισμένος 1. μτβ., για πρόσωπα και εμπορεύματα, βγάζω από το πλοίο στη στεριά, αποβιβάζω: Σήμερα θα ξεμπαρκάρουμε το εμπόρευμα. 2. αμτβ., αποβιβάζομαι: Το πρωί θα ξεμπαρκάρουμε στη Θεσσαλονίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • ντεσμπαρκάρω — (Μ ντεσμπαρκάρω) (διαλ.) αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desbarcar] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμπαρκάρισμα — το [ξεμπαρκάρω] 1. (για επιβάτες ή για αντικείμενα) αποβίβαση με βάρκα από πλοίο 2. (για ναυτικό) διακοπή τής εργασίας σε πλοίο …   Dictionary of Greek

  • αποβιβάζω — βίβασα, βιβάστηκα, βιβασμένος (για επιβάτες και εμπορεύματα), ξεμπαρκάρω: Το πλοίο θα αποβιβάσει οχτακόσιους επιβάτες και πεντακόσιους τόνους εμπορεύματα. Το μέσ., αποβιβάζομαι βγαίνω από το πλοίο στη στεριά: Οι επιβάτες βράδυναν να αποβιβαστούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”